Η γη καταστρέφεται, οι πρώτες ύλες της τελειώνουν, σοβαρά προβλήματα έλλειψης νερού εμφανίζονται σε πολλές περιοχές του πλανήτου, και η ερημοποίηση μεγάλων περιοχών της γης αποτελεί την ύψιστη απειλή για όλους μας, παράλληλα το λιώσιμο των πάγων, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας και η εν γένει καταστροφή του περιβάλλοντος, αποτελούν εκτός από αδιαμφισβήτητο γεγονός, και καθημερινούς τίτλους ειδήσεων σ’ όλα τα μέσα Μαζικής Ενημερώσεως. Συνεπακόλουθο όλων αυτών των ενάντια στη φύση καταστάσεων, είναι το ότι το μοντέλο της πόλης το οποίο δημιουργήθηκε με την έναρξη της βιομηχανικής εποχής δείχνει να πνέει τα λοίσθια και είναι τόσο μη αναστρέψιμη και αδιέξοδη η πορεία αυτού του μοντέλου πόλης της βιομηχανικής εποχής, έτσι ώστε όσες διορθώσεις κι αν γίνουν, κι όσες παρεμβάσεις κι αν πραγματοποιηθούν, δεν είναι ικανές να αναστρέψουν την οριστική και αμετάκλητη πορεία προς το τέλος , αυτού του αφύσικου τρόπου οικιστικής συμβίωσης ανθρώπων, που χαρακτήρισε κυρίως την εποχή από την βιομηχανική επανάσταση μέχρι τώρα.
Καπιταλισμός και κομουνισμός συμπορεύθηκαν στην εφαρμογή και στην επιβολή αυτού του αφύσικου οικιστικού φαινομένου, και παρά την φαινομενικά θεωρητική αντίθεσή τους εφάρμοσαν και βασίστηκαν στα ίδια θεωρητικά και πρακτικά στοιχεία, τα οποία δημιούργησαν και στήριξαν το φαινόμενο «της πόλης» της βιομηχανικής εποχής πρώτα στον δυτικό κόσμο, και μετά στον υπόλοιπο πλανήτη.
Αρωγοί και ομοϊδεάτες του καπιταλισμού και του κομμουνισμού στη θεώρηση, εφαρμογή και επιβολή (δια πολλών μέσων) του αντιανθρώπινου μοντέλου πόλης στο δυτικό κόσμο, στάθηκαν και όλες οι με κοινή ρίζα και κοινά θεωρητικά (και όχι μόνον) στοιχεία Γιαχβεϊκές θρησκείες. Βέβαια η συμπόρευση των φαινομενικά αντιθέτων κοσμοθεωριών καπιταλισμού – κομμουνισμού με τις Γιαχβεϊκές Θρησκείες, δεν περιορίσθηκε όσο αναφορά το περιβάλλον μόνον στη δημιουργία της «νέας πόλης» της βιομηχανικής εποχής , αλλά η κοινή τους πορεία σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο επικυρώθηκε, σ’ όλα τα επίπεδα και με τις διαστάσεις της σκέωης τους και της συμπεριφοράς τους απέναντι σ’ ολόκληρο το «ζήτημα περιβάλλον». Έτσι όλοι τους μετέθεσαν θεωρητικά και ιδεολογικο-θρησκευτικά τον ιδανικό κόσμο – περιβάλλον, σ’ έναν μελλοντικότατο χρόνο επί της γης ή πέρα από αυτήν. Το να μην καταστρέψουν το περιβάλλον ή να «διορθώσουν» ότι κατέστρεψαν δεν τους ενδιέφερε, γιατί οι κοσμοθεωρήσεις τους στην ουσία είναι αντιανθρώπινες και ενάντια στην φύση. Το μόνο που τους ένοιαζε και τους νοιάζει είναι το κέρδος, η ισοπέδωση, και η με πολλές υποσχέσεις μετά θάνατον ζωή. Οπότε, τι να τους νοιάζει αυτούς το περιβάλλον, η φύση και το περιεχόμενο τους ανθρώπινο και μη;
Η μόνη λύση και απάντηση που απέμενε λοιπόν μπροστά σ’ αυτήν την αντι-φυσική ιδεολογικο – θρησκευτική λαίλαπα, έμελλε και μέλλει να είναι ο εθνικισμός και η εθνικιστική οικολογία. Γιατί μόνον ο εθνικισμός διακηρύσσει και βιώνει την αγάπη προς την πατρίδα, το έθνος, τη γενέθλια γη, κι όλα τα εν αυτή όντα και την προστασία τους.
Στην Ελλάδα, ο Ίων Δραγούμης και ο Περικλής Γιαννόπουλος αποτέλεσαν τους πρωτοθεωρητικούς μιας εθνικιστικής οικολογίας, ιδωμένης περισσότερο μέσα από τα πολιτικής κριτικής και λογοτεχνικά κείμενά τους, παρά από κάποια εξειδικευμένα δοκίμιά τους πάνω στα ζητήματα του περιβάλλοντος.
Στην Ευρώπη αντίστοιχα και στην ακμή της βιομηχανικής εποχής, εκφράσεις – συνθήματα όπως: Μυστικισμός για την φύση, λατρεία και θρησκεία της φύσης, επιστροφή στην γη και άλλες συναφείς ιδέες – έννοιες, έγιναν όλο και περισσότερο προσιτές και συζητήσιμες σε ευρύτερους εθνο – κοινωνικούς χώρους, και πέρα από τα στενά όρια και πλαίσια των διαφόρων προσωπικοτήτων και των διαφόρων κύκλων εθνικιστικής σκέψης και ανάλυσης. Ο Μέγας Νίτσε στο «Τάδε έφη Ζαρατούστρα», έωσε το φιλοσοφικό έναυσμα της φυγής – επιστροφής στην φύση –γη, προκειμένου ο άνθρωπος (στην συγκεκριμένη περίπτωση ο Ζαρατούστρα), να έλθει σε μια όσο το δυνατόν πιο προσωπική και άμεση επαφή με την πρωταρχική και αρχέγονη πηγή ζωής και σοφίας, που είναι αυτή ακριβώς η φύση – γη.
Βέβαια οι ρίζες του Ευρωπαϊκού εθνο – οικολογισμού φθάνουν μακριά, ως το «μυστικισμό της φύσης» του 19ου αιώνα. Ο Ρομαντισμός με το πνεύμα του (συναίσθημα, ενόραση) εμπλούτισε όλο αυτό το εθνικο-οικολογικό ρεύμα, το οποιο διαμορφώθηκε κατά την διάρκεια και ιδίως στο απόφειο της βιομηχανικής εποχής, όταν τα μεγάλα αδιέξοδα εαυτής της τεχνικής εξέλιξης άρχισαν να δίνουν υα πρώτα δείγματα των καταστροφικών συνεπειών τους στη φύση, και των αρνητικών επιδράσεων τους επί των εν αυτής όντων με πρώτο τον άνθρωπο.
«Πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο διαχωρισμός της ανθρωπότητας από την φύση, από το σύνολο της ζωής, οδηγεί στην καταστροφή του ίδιου του ανθρώπινου είδους και στο θάνατο των εθνών. Μονάχα δια μέσου μιας επανενοποίησης της ανθρωπότητας με το σύνολο της φύσης, μπορεί ο λαός μας να γίνει πιο δυνατός». Σ’ αυτές τις λίγες γραμμές ο Γερμανός βιολόγος Ernst Lehmann οριοθετούσε το 1934 τα πλαίσια μέσα στα οποία έπρεπε να βιώσουν τα έθνη την σχέση τους με την φύση, και να πορευθούν αρμονικά μ’ αυτήν και μέσα σ’ αυτήν. Ο Lehmann αποτέλεσε μια από τις πολλές σημαντικές προσωπικότητες της εθνικιστικής οικολογίας, που πρωτοστάτησαν σε θεωρητικό επίπεδο στην γέννηση και ανάπτυξη του εθνικού οικολογικού κινήματος στην Γερμανία τους δύο τελευταίους αιώνες. Γιατί η Γερμανία δεν είναι μόνον η Γενέθλια χώρα της σύγχρονης οικολογίας, αλλά αποτέλεσε επίσης πατρίδα μιας ιδιότυπης σύνθεσης μεταξύ νατουραλισμού και εθνικισμού, σχέση η οποία σφυρηλατήθηκε κάτω από την επίδραση του ρομαντικού κινήματος. Δύο από τους κατεξοχήν θεωρητικούς και εκφραστές της προαναφερθείσας ιδιότυπης σύνθεσης νατουραλισμού – εθνικισμού, ήταν ο Ernst Moritz Arndt και ο Wilhelm Heinrich Riehl. Ο Arndtφανατικός εθνικιστής, ασχολήθηκε με τα προβλήματα του αγροτικού κόσμου και α της ευμάρειας της γης, και θεωρείται ένας από τους πρώτους εθνο-οικολόγους στοχαστές. Στο άρθρο του «Για την φροντίδα και την προστασία των δασών» του 1815, και στην αυγή της εκβιομηχάνισης της Κεντρικής Ευρώπης ο Arndt κατήγγειλε την εκμετάλλευση των δασοτόπων και του εδάφους, και καταδίκασε την αποψίλωση των δασών. Προέβαλλε ακξόμη την αντίληψη της φύσης «ως μιας αναγκαίας διασύνδεσης και αλληλοσυσχέτισης, όπου όλα τα πράγματα είναι εξίσου σημαντικά, και όπου όλα αποτελούν μια αδιάσπαστη ενότητα». Ο Οικολογισμός του Arndt ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με τον Εθνικισμό, και στις αρχές του 19ου αιώνα η εδραίωση της ιδέας ότι η αγάπη για την γενέθλια γη και φύση ήταν αναπόσπαστο μέρος του εθνικιστικού όλου ήταν πια καταγεγραμμένο γεγονός.
Ο Riehl, μαθητής του Arndt ανέπτυξε περαιτέρω τις εθνικο – οικολογικές θεωρίες του Arndt και στο δοκίμιό του «Αγρός και Δάσος» του 1853, καλούσε σε αγώνα για τα δικαιώματα των φυσικών τόπων και της άγριας ζωής. Ο Riehl , παθιασμένος εθνικιστής, υπήρξε φανατικός πολέμιος της εκβιομηχάνισης και του εξαστισμού, και μέγας υμνητής των αξιών του χωριού και της υπαίθρου. Η αποκήρυξη δε της νεωτερικότητας τον καθιέρωσαν σαν τον ιδρυτή του αγροτικού ρομαντισμού, και του αντι-αστισμού.
Ιδεολογικός χώρος υποδοχής των εθνο-οικολογικών ιδεών του Arndt και του Riehl αποτέλεσε το κίνημα Volkisch (Λαϊκό) στο οποίο ο λαϊκός εθνοκεντρισμός και ο μυστικισμός της φύσης, αποτέλεσαν την ιδεολογική αιχμή του δόρατος του κινήματος.
Ιδεολογικός πατέρας των προαναφερθέντων στοχαστών υπήρξε ο διάσημος Γερμανός βιολόγος Ernst Haeckel ο οποίοςκαθιέρωσε και τον όρο «οικολογία». Η θεωρία του συνδύαζε τον οικολογικό υλισμό, με τις κοινωνικές αντιλήψεις του κινήματος Volkisch. Αξιοσημείωτο δε είναι ότι ο Haeckel υπήρξε μέλος της «εταιρείας της Θούλης». Βιωματικό αποκορύφωμα όλων αυτών των εθνο – οικολογικών θεωριών τις οποίες προαναφέραμε αποτέλεσε το κίνημα Wandervockel (αποδημητικό πουλί), το οποίο κυριάρχησε στις αρχές του 1900 στη ζωή της Γερμανικής νεολαίας.
Η επιστροφή στη γη, η ζωή στα χωριά και στην ύπαιθρο η προστασία της φύσης, η εναντίωση στο μοντέλο της πόλης και γενικά η λατρεία και ο μυστικισμός της φύσης, αποτέλεσαν τα ιδεολογικά και βιωματικά χαρακτηριστικά αυτού του ιδεολογικού κινήματος.
Τα κοινά ιδεολογικο- θεωρητικά και βιωματικά στοιχεία του Ευρωπαϊκού εθνο – οικολογικού κινήματος και του ελληνικού εθνο-οικολογισμού (Δραγούμης, Γιαννόπουλος, Κρυστάλλης, Ν. Πολίτης και άλλοι), αποδεικνύουν την βαθύτερη κοινή ρίζα που ενώνει τους ευρωπαϊκούς λαούς, ως προς την ιδεολογική και βιωματική πρόθεσή τους να παραμείνουν αναπόσπαστα μέλη της Ευρωπαϊκής γενέθλιας φύσης – γης, με τις κατ’ αναλογίαν ιδιαιτερότητες και συνθήκες της κάθε χώρας.
Δημήτρης Σαββίδης
(περιοδικό Patria)
25/12/08
ΕΘΝΟ ΟΙΚΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Αναρτήθηκε από patria στις 3:09 μ.μ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου